Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φιμώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιμώνω
  2. θα φιμώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιμώνω