Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φιμώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φιμώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιμώνω
  3. θα φιμώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιμώνω