φιλότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλότης < αρχαία ελληνική φιλότης < φίλος ('φιλο- + πρόσφυμα τητ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλότης θηλυκό
- (λόγιο) αγάπη, φιλία, θετική, στοργική προσέγγιση
- ερωτική έλξη (κυρίως στα αρχαία ελληνικά παρά στη νεοελληνική)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλότης