φιλονικήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφιλονικήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλονικώ
- θα φιλονικήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλονικώ
φιλονικήσετε