φιλολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλολογώ < (ελληνιστική κοινή) φιλολογῶ
Ρήμα
επεξεργασίαφιλολογώ
- ασχολούμαι με τη φιλολογία ερασιτεχνικά, την αγαπώ
- πολυλογώ, αερολογώ, δεν επικεντρώνομαι στο σημαντικό και στο πρακτέο
- Να προχωρήσουμε στην ουσία αντί να φιλολογούμε;
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλολογώ
|