Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλολογώ < (ελληνιστική κοινή) φιλολογῶ

φιλολογώ

  1. ασχολούμαι με τη φιλολογία ερασιτεχνικά, την αγαπώ
  2. πολυλογώ, αερολογώ, δεν επικεντρώνομαι στο σημαντικό και στο πρακτέο
    • Να προχωρήσουμε στην ουσία αντί να φιλολογούμε;

  Μεταφράσεις

επεξεργασία