Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φιλοδωρήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλοδωρώ
  2. θα φιλοδωρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλοδωρώ