Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φιλιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φιλιώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλιώνω
  3. θα φιλιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλιώνω