φιλιόκβε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλιόκβε ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία) και εκ του Υιού (για να δηλώσει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από το Θεό – Πατέρα αλλά και από τον Υιό)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φιλιόκβε στη Βικιπαίδεια