Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιλαναλωτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φιλαναλωτής
<
φίλος
και
ἀναλίσκω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φιλαναλωτής
αρσενικό
που του αρέσει να ξοδεύεται, ο γενναιόδωρος, αλλά κυρίως ο
σπάταλος
, ο
καταναλωτικός