φιαμπόλι
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιαμπόλι < ιταλική fiabuolo < λατινική flautiolus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιαμπόλι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) φλογέρα
- ※ 16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Β', στίχ. 521 (521-524)
- Κ᾿ ἐσὺ φιαμπόλι μου γλυκύ, ᾿ς τούτη τὴ μυρισμένη
δάφνη κρεμνῶ νὰ σὲ θωροῦ τοῦ πόθου οἱ βαρεμένοι
νὰ λέσι μ' ἀναστεναμό: «Ἔρωτ', ἀνάθεμά σε!
τόσ᾽ ἄδικος ᾿ς τσὶ δούλους σου κι' ἄπονος γιάντα να 'σαι;».- Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 110
- Κ᾿ ἐσὺ φιαμπόλι μου γλυκύ, ᾿ς τούτη τὴ μυρισμένη
- ※ 16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Β', στίχ. 521 (521-524)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 289
- Εμμανουήλ Κριαράς - Κομνηνή Δ. Πηδώνια, Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά. Αναθεωρημένη με επιμέλεια Κομνηνής Δ. Πηδώνια, εκδόσεις: Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 580