φθάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφθάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φθάνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φθάνω
- θα φθάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φθάνω