Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φερθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φέρνομαι
  2. θα φερθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φέρνομαι