Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φαρμακωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαρμακώνομαι
  2. θα φαρμακωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαρμακώνομαι