φαρμακωθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φαρμακωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φαρμακώνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαρμακώνομαι
- θα φαρμακωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαρμακώνομαι