φανατίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφανατίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φανατίζω
- θα φανατίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φανατίζω
φανατίσετε