Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φανατίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φανατίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φανατίζω
  3. θα φανατίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φανατίζω