Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαμπρικάρω < φάμπρικα

  Ρήμα επεξεργασία

φαμπρικάρω

  1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα ή προϊόντα εργοστασίου
  2. (μεταφορικά) κατασκευάζω μια ψεύτικη ιστορία, αναληθή, την εφευρίσκω για να καλύψω συνήθως κάτι που έκανα

  Μεταφράσεις επεξεργασία