φαμπρικάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαμπρικάρω < φάμπρικα
Ρήμα επεξεργασία
φαμπρικάρω
- κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα ή προϊόντα εργοστασίου
- (μεταφορικά) κατασκευάζω μια ψεύτικη ιστορία, αναληθή, την εφευρίσκω για να καλύψω συνήθως κάτι που έκανα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαμπρικάρω
|