Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φαλιρίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαλιρίζω
  2. θα φαλιρίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαλιρίζω