Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φαλιρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φαλιρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαλιρίζω
  3. θα φαλιρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαλιρίζω