φαεινότερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φαεινότερος < φαεινός
Επίθετο
επεξεργασία
φαεινότερος
- συγκριτικος βαθμός του επιθέτου φαεινός
Συνώνυμα
επεξεργασία- φαεννότερος ( συγκριτικός του φαεννός)
- φαάντερος-έρα-ον (β΄συγκρτικός του φαεινός)