φαεννός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαεννός < φάος
Επίθετο επεξεργασία
φαεννός θηλυκό φαέννα (παραθετικά: φαεννότερος, φαεννότατος)
- ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί (το μαύρο σκοτάδι για μένα είναι ό,τι πιο λαμπερό -Σοφοκλής, Αίας, 395)