Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγοκυττάρωσις < → δείτε τη λέξη φαγοκυττάρωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαγοκυττάρωσις θηλυκό