φέρ' ειπείν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φέρ' ειπείν < (ελληνιστική κοινή) φέρ' εἰπεῖν < φέρω + εἰπεῖν
Έκφραση
επεξεργασίαφέρ' ειπείν (& φερειπείν)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φέρ' ειπείν
→ δείτε τη λέξη φερειπείν |