Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φέξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φέγγω
  2. θα φέξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φέγγω