υφαρπάξουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υφαρπάξουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υφαρπάζω
- θα υφαρπάξουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υφαρπάζω
υφαρπάξουμε