υφάνει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υφάνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υφαίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υφαίνω
- θα υφάνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υφαίνω