Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

υφάλων αρσενικό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

υφάλων ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό