υφάλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαυφάλων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του ύφαλος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαυφάλων ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γενική πληθυντικού του ύφαλα
υφάλων αρσενικό
υφάλων ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό