Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόστροφος πυρετός: < → δείτε τις λέξεις υπόστροφος και πυρετός

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

υπόστροφος πυρετός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία