υποψιάσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποψιάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποψιάζω
- θα υποψιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποψιάζω
υποψιάσουν