υποτονθορύζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποτονθορύζω < υπό + τονθορύζω (= μουρμουρίζω, ψιθυρίζω) < τορθορύζω < θόρ-υβος
Ρήμα επεξεργασία
υποτονθορύζω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποτονθορύζω
→ δείτε τη λέξη μουρμουρίζω |