Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υποτιμήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποτιμώ
  2. θα υποτιμήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποτιμώ