υποσχεθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποσχεθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπόσχομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπόσχομαι
- θα υποσχεθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπόσχομαι