Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υποπτευθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποπτεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποπτεύομαι
  3. θα υποπτευθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποπτεύομαι