Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υποπέσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποπίπτω
  2. θα υποπέσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποπίπτω