υπομνήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπομνήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπομιμνήσκω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπομιμνήσκω
- θα υπομνήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπομιμνήσκω