Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υπομίσθωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος υπομισθώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος υπομισθώνω