Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υποκλέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποκλέπτω
  2. θα υποκλέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποκλέπτω