υποκλέψετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποκλέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποκλέπτω
- θα υποκλέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποκλέπτω
υποκλέψετε