υπογειοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπογειοποιούμαι, π.αόρ.: υπογειοποιήθηκα, μτχ.π.π.: υπογειοποιημένος
- παθητική φωνή του ρήματος υπογειοποιώ
υπογειοποιούμαι, π.αόρ.: υπογειοποιήθηκα, μτχ.π.π.: υπογειοποιημένος