υποαπασχοληθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υποαπασχοληθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποαπασχολούμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποαπασχολούμαι
- θα υποαπασχοληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποαπασχολούμαι