Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπνωτίσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπνωτίζω
  2. θα υπνωτίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπνωτίζω