Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπηρετήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπηρετώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπηρετώ
  3. θα υπηρετήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπηρετώ