Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπερυψώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερυψώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερυψώνω
  3. θα υπερυψώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερυψώνω