υπερνικήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υπερνικήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερνικώ
- θα υπερνικήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερνικώ
υπερνικήσετε