υπερηφανευτούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υπερηφανευτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερηφανεύομαι
- θα υπερηφανευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερηφανεύομαι