Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπερηφανευτούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερηφανεύομαι
  2. θα υπερηφανευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερηφανεύομαι