Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπερηφανευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερηφανεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερηφανεύομαι
  3. θα υπερηφανευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερηφανεύομαι