Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υπερεκχειλίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερεκχειλίζω
  2. θα υπερεκχειλίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερεκχειλίζω