υπερεκχειλίσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπερεκχειλίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερεκχειλίζω
- θα υπερεκχειλίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερεκχειλίζω
υπερεκχειλίσω