υπερεκχειλίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπερεκχειλίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερεκχειλίζω
- θα υπερεκχειλίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερεκχειλίζω