Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υπερεκχειλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερεκχειλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερεκχειλίζω
  3. θα υπερεκχειλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερεκχειλίζω