υπερεκτιμήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υπερεκτιμήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερεκτιμώ
- θα υπερεκτιμήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερεκτιμώ
υπερεκτιμήσω